Η υποβαθμισμένη (δικαίως ή αδίκως) εικόνα της χώρας, που οφείλεται στην συνολική έλλειψη υποδομών, την λανθασμένη επιχειρηματική νοοτροπία, την έλλειψη σχεδιασμού προϊόντων/υπηρεσιών υψηλών προδιαγραφών, δημιουργικής και ολοκληρωμένης προώθησης, ποιότητας και προφίλ (premium brands and services) αλλά και η έλλειψη απασχόλησης ικανών ανθρώπων της γνώσης σε καίριους τομείς, ζημιώνει –μεταξύ άλλων– την ανταγωνιστικότητά μας.
Κατά συνέπεια, η Ελλάδα, προκειμένου να θέσει τις βάσεις για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των προϊόντων/υπηρεσιών που παράγει/διαθέτει, θα πρέπει πρωτίστως να εστιάσει σε δύο πράγματα – κατά τη γνώμη μου – που θα έχουν ως βάση την άμεση χρησιμοποίηση του εξειδικευμένου και με γνώσεις, ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού της, το οποίο – δόξα τω Θεώ – διαθέτει σε αφθονία, όπως μηχανολόγους μηχανικούς, γεωπόνους, ανθρώπους της διοίκησης των επιχειρήσεων, εμπορίας και μάρκετινγκ, της βιομηχανικής παραγωγής, της έρευνας και ανάπτυξης, οικονομολόγους, ειδικούς IT, social media managers κλπ.
Πρώτον. Στην αξιοποίηση αυτού του ανθρώπινου δυναμικού της γνώσης, δηλαδή των ανθρώπων που έχουν τις εξειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες με τις οποίες μπορούν να θέσουν νέες βάσεις σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης καθώς και στην οικοδόμηση μιας διαφορετικής αντίληψης και κουλτούρας στη διοίκηση/διαχείριση και παραγωγή στον αγροτικό και κτηνοτροφικό τομέα, όπου είναι δυνατόν να δημιουργηθούν τεράστιες δυνατότητες εξαγωγών και εισροής κεφαλαίων αλλά και στον τουριστικό τομέα, με το ίδιο και σημαντικότερο, ως συνεισφορά στο ΑΕΠ, οικονομικό αποτέλεσμα.
Για παράδειγμα, είναι τραγικό να παράγουμε ένα προϊόν σαν τον κρόκο Κοζάνης, που θεωρείται κορυφαίο, μοναδικό σε ποιότητα προϊόν στη διεθνή αγορά/αλυσίδα τροφίμων και να μην επενδύουμε στην αύξηση της παραγωγής του, αλλά και στην αύξηση των εξαγωγών του. Αντίθετα οι παραγωγοί στην Κοζάνη, με το πρόσχημα ότι η συγκομιδή του καρπού είναι πολύωρη και κουραστική και το εργατικό κόστος υψηλό, μείωσαν την παραγωγή τους και κατά συνέπεια τις εξαγωγές του, από μερικές δεκάδες τόνους, σε όλο και λιγότερους ετησίως (διορθώστε με αν κάνω λάθος). Είναι αναπτυξιακή και εξωστρεφής νοοτροπία αυτή; Το παράδειγμα αυτό καταδεικνύει την άγνοια, την έλλειψη τεχνογνωσίας αλλά και τη λανθασμένη αντίληψη για την επιχειρηματικότητα που επικρατεί σε ένα μεγάλο (ευτυχώς όχι σε όλους) ποσοστό στον πρωτογενή και όχι μόνο τομέα παραγωγής. Κοινή αντίληψη πολλών παραγωγών είναι: ότι κοστίζει ακριβά δεν το παράγουμε. Το ίδιο ισχύει και για το λάδι και για πολλά άλλα προϊόντα μας εξαιρετικής ποιότητας.
Η νοοτροπία, ότι το κόστος εργασίας είναι υψηλό – και κατά συνέπεια – δεν μας συμφέρει να προσλάβουμε προσωπικό, σε μια παραγωγική διαδικασία η οποία μπορεί να γίνει κερδοφόρα, είναι παράλογη. Αρκεί να σκεφτούμε ότι τα γερμανικά προϊόντα, αν και ακριβά, είναι ανταγωνιστικά διότι χαίρουν εκτίμησης παγκοσμίως, είναι αξιόπιστα και ανώτερης ποιότητας και κατά συνέπεια κοστίζουν αρκετά. Βέβαια δεν σκοπεύω να συγκρίνω τις υποδομές, τις διαδικασίες και την τετράγωνη λογική των Γερμανών με τις δικές μας χαοτικές αντιλήψεις και πρακτικές, αλλά έτσι είναι. Το εργατικό κόστος στην Γερμανία απέχει παρασάγγας από το δικό μας, ανεξάρτητα αν η χώρα αυτή διαθέτει μια υγιή οικονομία.
Είναι θέμα στρατηγικής, σχεδιασμού, τεχνολογικού εξοπλισμού, έρευνας και ανάπτυξης, μάνατζμεντ, μάρκετινγκ, εμπορίας, παραγωγής και στόχων. Που προσβλέπουν αφενός στην βελτίωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, αλλά και όλων συνολικά των πόρων στους διάφορους τομείς, όπως οι υπηρεσίες, η τεχνολογία, η βαριά και μη βιομηχανία συμπεριλαμβανόμενων της αγροτικής παραγωγής και της κτηνοτροφίας και αφετέρου, στη διεύρυνση της πελατειακής βάσης τους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η εξωστρέφεια των γερμανικών επιχειρήσεων και της οικονομίας εν γένει είναι δεδομένη.
Η Ελλάδα δεν έχει βαριά βιομηχανία όπως η Γερμανία, έχει, όμως, την αγροτική και την τουριστική «βιομηχανία». Και ακριβώς σε αυτούς τους δυναμικούς παραγωγικούς τομείς οφείλει η πολιτεία να εστιάσει τις προσπάθειες της για την ανάταξη της οικονομίας της χώρας. Δημιουργώντας, αφενός ένα πλαίσιο απελευθέρωσης τους από τις στρεβλώσεις του παρελθόντος, με στρατηγικό σχεδιασμό των επί μέρους γεωγραφικών πλεονεκτημάτων τους, τόσο στην τουριστική όσο και στην αγροτική βιομηχανία, με εξωστρεφή προσανατολισμό που θα στηρίζεται στην ποιοτική ενίσχυση της εικόνας τους, κερδίζοντας έτσι την εμπιστοσύνη και την αποδοχή των ευρωπαίων καταναλωτών, αλλά και του υπόλοιπου κόσμου.
Δεύτερον στη βελτίωση της εικόνας μας. Για να τα πετύχουμε όλα αυτά, χρειάζεται να αλλάξουμε την αντίληψη πρωτίστως που έχουν οι ξένοι για μας θεωρώντας μας αξιολύπητους, κακομοίρηδες και αναξιόπιστους. Και να την μετατρέψουμε σε εκτίμηση, σεβασμό και αναγνώριση της αξιοπιστίας των προϊόντων και των υπηρεσιών μας.
Και αυτό, μπορούν να το κάνουν οι άνθρωποι της γνώσης, εκείνοι οι οποίοι αντιλαμβάνονται σε βάθος ότι η Ελλάδα δεν θα έχει μέλλον παρά μόνο αν μετατραπεί σε μια περιφερειακή μεν ευρωπαϊκή δε αγροτική και τουριστική δύναμη. Με επιθυμητά από τους καταναλωτές ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, αξιόπιστα και υψηλού ποιοτικού επίπεδου. Που δεν θα έχουν αντίρρηση να τα πληρώσουν όσο αξίζουν, έστω αν ορισμένα από αυτά κοστίζουν λίγο παραπάνω, αφού θα έχουν το σωστό value for money!
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Πάνου Τσαγκαράκη στο Reporter.gr.
Σχόλια