«Τα παραδοσιακά προϊόντα γενικότερα είναι ένας τομέας που μπορεί να προσφέρει θέσεις εργασίας, οπότε κάθε τέτοιου είδους επιχειρηματική προσπάθεια, όταν αυτή διαθέτει ένα όραμα, καθαρούς στόχους και συνέπεια στην ποιότητα, μπορεί να αποτελέσει μία καλή ευκαιρία αντιμετώπισης της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό πως το τελευταίο διάστημα, το ενδιαφέρον όλων των επιχειρήσεων στράφηκε προς τις εξαγωγές» λέει στο «Κέρδος» ο κ. Ακης Κεφαλογιάννης, διευθύνων σύμβουλος της Gaea.
Η ελληνική φέτα είναι προϊόν προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ). Υπάρχει, μάλιστα συγκεκριμένη Οδηγία από την Ευρωπαϊκή Ενωση που ορίζει ότι η φέτα πρέπει να προέρχεται μόνο από την Ελλάδα. Ωστόσο, φέτα παράγουν και οι Δανοί και οι Αμερικανοί και οι Γάλλοι, με αποτέλεσμα σήμερα η Ελλάδα να ελέγχει μόλις το 28% της παγκόσμιας αγοράς σε φέτα. «Η φέτα κατόρθωσε να αναγνωριστεί ως προϊόν ΠΟΠ το 2007, έπειτα από πολυετή αγώνα. Στη συνέχεια συνέβη κάτι παράδοξο: Αντί να κερδίσει υπεραξία και να ανεβεί η τιμή της, αυτήν τη στιγμή πωλείται φθηνότερα και από τις κακές απομιμήσεις της, τις οποίες μαχόμασταν ως κράτος και κλάδος όλα τα χρόνια. Υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα κατοχύρωσης ΠΟΠ προϊόντων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γαλλία) που κατάφεραν να αναδείξουν τα premium χαρακτηριστικά των προϊόντων τους, να ανεβάσουν τις τιμές και να αυξήσουν τον όγκο των εξαγωγών τους, πράγματα που εμείς δεν τα έχουμε πετύχει» επισημαίνει ο κ. Βασίλης Βροχίδης, διευθυντής Εξαγωγών της γαλακτοβιομηχανίας Μεβγάλ.
Τι πρέπει όμως να γίνει για να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσάρεστη κατάσταση; «Θα πρέπει να εξετάσουμε πάλι από την αρχή συνολικά το θέμα ελληνική φέτα και να αναθεωρήσουμε τη στρατηγική και την πολιτική που ως σήμερα ακολουθείται, γιατί αντί να στηρίξουμε και να προωθήσουμε αυτό το σπουδαίο προϊόν μας, μάλλον το υπονομεύουμε. Ουσιαστικά το ελληνικό δαιμόνιο και ο κακός ανταγωνισμός καταστρέφουν τη φέτα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις αγορές του εξωτερικού δεν κυριαρχεί επώνυμη ελληνική φέτα πλέον, αλλά κυρίως no name brands από Ελλάδα ή private label. Για να μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στο εξωτερικό θα πρέπει η ελληνική πολιτεία να υλοποιήσει όλα αυτά τα σχέδια δράσης, που κατά καιρούς έχουν καταρτισθεί, βάσει των οποίων θα πρέπει να δοθούν κίνητρα και να προστατεύονται οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, να υπάρχει ενιαίο brand για τα ελληνικά προϊόντα, να υπάρχουν σαφείς κανόνες, ώστε να εξάγουν οι καλύτερες επιχειρήσεις και να προστατεύεται έτσι το καλό όνομα της χώρας μας στο εξωτερικό. Κυρίως όμως θα πρέπει θα θεσπιστούν αυστηρότεροι κανόνες σχετικά με τον υγιή ανταγωνισμό των ελληνικών επιχειρήσεων στις αγορές του εξωτερικού» καταλήγει ο κ. Βροχίδης.
Η Μεβγάλ ήδη από το 1985 έχει αναπτύξει εξαγωγική πολιτική. Προϊόντα της υπάρχουν σε 30 διαφορετικές χώρες σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία του 2011, οι εξαγωγές της καλύπτουν συνολικά το 12% του κύκλου των εργασιών της. «Η παρούσα οικονομική κατάσταση σαφώς έχει επηρεάσει τις πωλήσεις και την κερδοφορία ολόκληρου του κλάδου, στις περισσότερες κατηγορίες των γαλακτοκομικών προϊόντων και κυρίως στα γιαούρτια και επιδόρπια. Η αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών αφενός λόγω της οικονομικής κρίσης και αφετέρου λόγω των ολοένα κι εντατικότερων ρυθμών διαβίωσης επιφέρει σημαντικές διαφοροποιήσεις στην ελληνική αγορά γάλακτος. Παρ' όλα αυτά, οι εξαγωγές της Μεβγάλ τα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν σταθερή αύξηση και ειδικά το 2012 ο ρυθμός ανάπτυξης υπερβαίνει το 18%» αναφέρει ο κ. Βροχίδης.
Το ελληνικό λάδι ξεχωρίζει παγκοσμίως για την υψηλή του ποιότητα. Οι λάθος όμως χειρισμοί των προηγούμενων δεκαετιών και η έλλειψη οράματος οδήγησαν την Ελλάδα να ελέγχει σήμερα μόνο το 4% της παγκόσμιας αγοράς, αφήνοντας ανενόχλητες Ισπανία και Ιταλία να συγκεντρώνουν το πλήθος των προμηθειών. Εκτός αυτού, στα ράφια των ευρωπαϊκών και αμερικανικών σουπερμάρκετ μπορεί κάποιος να βρει ελληνικό ελαιόλαδο μέσα σε μπουκάλια που φέρουν ιταλικές ετικέτες. Ενδεικτικά ένα τέτοιο μπουκάλι κοστίζει γύρω στα επτά με οκτώ ευρώ. Οι Ελληνες ελαιοπαραγωγοί κάθε χρόνο πουλάνε χύμα το προϊόν τους στην ιταλική αγορά εισπράττοντας την εξευτελιστική τιμή των δύο ευρώ το κιλό. «Η παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα βρίσκεται σε πτώση, καθώς οι διεθνείς τιμές του ελαιολάδου είναι χαμηλότερες από το κόστος της παραγωγής. Η λύση για να αποτραπεί αυτό το φαινόμενο είναι η δημιουργία προστιθέμενης αξίας για το προϊόν, προσφέροντας υψηλή ποιότητα, σε σωστή σχέση ποιότητας - τιμής για τον καταναλωτή, ενώ την ίδια στιγμή μέρος της προστιθέμενης αξίας που δημιουργείται να επιστρέφεται στον παραγωγό, δημιουργώντας κίνητρα για να συνεχίσει να παράγει υψηλής ποιότητας προϊόν» δηλώνει ο κ. Κεφαλογιάννης.
«Η Gaea, θέλοντας να δώσει υπεραξία στο προϊόν και ταυτόχρονα να στηρίξει την ελληνική ποιοτική παραγωγή, λάνσαρε σαν πρότυπο το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο Gaea - Kritsa, αποτέλεσμα της κοινοπραξίας ανάμεσα στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Κριτσάς που βρίσκεται στην Ανατολική Κρήτη και της Gaea, συνεργασία η οποία γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ανάμεσα σε έναν συνεταιρισμό και μια ΑΕ. Μοναδικός σκοπός της συνεργασίας είναι η προώθηση και η διανομή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου Gaea - Kritsa, του πιο πολυβραβευμένου ελαιολάδου στον κόσμο, στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά. Τόσο ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Κριτσάς τόσο και η Gaea συμμετέχουν κατά 50% στην κοινή μας εταιρεία» αναφέρει ο κ. Κεφαλογιάννης.
Η Γαία ιδρύθηκε το 1995, μέσα σε αυτά τα 16 χρόνια λειτουργίας έχει καταφέρει να αναδειχθεί διεθνώς ως μία από τις κορυφαίες ελληνικές εταιρείες. Αν και εξάγει διάφορα ελληνικά προϊόντα υψηλής ποιότητας, το 52% των διεθνών πωλήσεών της οφείλονται στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδό της. Πιο συγκεκριμένα, κάθε χρόνο εξάγει περίπου 1.000 τόνους τυποποιημένου ελαιολάδου (ΠΟΠ Καλαμάτας και ΠΟΠ Σητείας), καθώς και το νέο βιολογικό λάδι Gaea-Kritsa σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, στις ΗΠΑ, στη Ρωσία, στη Νορβηγία, αλλά και την Αυστραλία, την Κίνα, την Κύπρο, τη Βραζιλία και αλλού. «Οι πωλήσεις της εταιρείας δεν έχουν επηρεαστεί από την οικονομική κρίση αφενός γιατί κατά κύριο λόγο αναφερόμαστε σε αγορές του εξωτερικού, αφετέρου ακόμη και στην εγχώρια αγορά, τα προϊόντα της Gaea στοχεύουν σε ένα συγκεκριμένο καταναλωτικό κοινό με το οποίο έχει χτιστεί μία σχέση εμπιστοσύνης για την προσφερόμενη ποιότητα των προϊόντων μας, γι' αυτό και οι πωλήσεις μας αυξάνονται σταθερά ακόμη και στην ελληνική αγορά. Πέραν αυτού όλη η γκάμα μας προσφέρει αυτό που λέμε «value for money» - σωστή σχέση ποιότητας - τιμής για στον καταναλωτή. Σαν ελληνική εταιρεία βέβαια που εδρεύει και λειτουργεί αποκλειστικά στην Ελλάδα, η μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνει η χώρα μας δεν είναι δυνατόν να μας αφήνει ανεπηρέαστους. Δεν υπάρχει ευημερία και ευτυχία, ανεξάρτητα από το πόσο καλά μπορεί να πηγαίνεις, σε μια κοινωνία που δυστυχεί» εξηγεί ο ιδιοκτήτης της Γαία.
Το ελληνικό λάδι είναι χρυσός. Πώς μπορεί όμως να σταματήσει η υποβάθμισή του; «Ο κλάδος του ελαιολάδου μπορεί να καταστεί πιο ανταγωνιστικός μέσα από την ανάδειξη, την προώθηση και την προβολή της ποιοτικής υπεροχής του ελληνικού ελαιολάδου σε σχέση με τα ελαιόλαδα άλλων χωρών. Η αξιοποίηση του συγκριτικού αυτού πλεονεκτήματος, μπορεί να επιτευχθεί με συστηματικότερη προβολή και προώθηση του προϊόντος σε υπάρχουσες αγορές, άνοιγμα σε νέα αγορές, συμμετοχή σε εκθέσεις στο εξωτερικό, καθώς και διαφήμιση στο διαδίκτυο. Ενας άλλος παράγοντας που θα συμβάλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και θα προσδώσει υπεραξία στο ελληνικό ελαιόλαδο είναι η τυποποίηση και η προώθησή του ως επώνυμο τυποποιημένου ελαιολάδου. Στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών ελαιολάδου πραγματοποιείται σε μορφή χύμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η χώρα μας να κατέχει ένα πολύ μικρό μερίδιο αγοράς στο επώνυμο τυποποιημένο ελαιόλαδο» σημειώνει ο γενικός γραμματέας του Γραφείου Καταναλωτή κ. Γεώργιος Στεργίου.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση του λαδιού «λ»/ λάμδα. Το «λ» είναι το πρώτο luxury ελληνικό ελαιόλαδο στον κόσμο. Εξάγεται στην Αγγλία (Harrods) στο Αμπου Ντάμπι, στη Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ. Η τιμή του είναι 50 ευρώ το μπουκάλι, ενώ η χειροποίητη συσκευασία του κοστίζει 180 ευρώ. «Η αυτοπεποίθηση είναι ο τρόπος. Η δυσκολία είναι ο δρόμος. Το απαρέγκλιτο είναι ο στόχος» λέει ο κ. Γιώργος Κολιόπουλος, εμπνευστής του «λ», για την προσπάθειά του να δημιουργήσει το καλύτερο ελληνικό λάδι στον κόσμο. «Η ελληνική κοινωνία είναι βαθιά συντηρητική. Μία κοινωνία αλλάζει από το ποσοστό καινοτομίας που τη διακρίνει. Ομως, η καινοτομία στην Ελλάδα δεν γίνεται απολύτως κατανοητή ως έννοια, ισχυριζόμαστε μόνο ότι μπορεί να υπάρχει. Δημιουργώντας ένα καινοτομικό προϊόν όπως το «λ» /lambda/, κατ' αρχήν δεν βρήκα ηθική στήριξη. Η καινοτομία για να ανθίσει χρειάζεται να στηρίζεται και ηθικά και, κυρίως, οικονομικά. Η έλλειψη επενδυτικής κατανόησης και στήριξης είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ύπαρξη ουσιαστικής καινοτομίας στην Ελλάδα. Εταιρείες, όπως η Speiron, μπορούν, με τα προϊόντα που δημιουργούν να απογειώσουν τα ελληνικά τρόφιμα στις παγκόσμιες αγορές»
Στροφή στις εξαγωγές
Η Ελλάδα εκτός από τουρισμό και τρόφιμα είναι πλούσια και... σε κοιτάσματα αλουμινίου. Πιο συγκεκριμένα, «η ελληνική βιομηχανία αλουμινίου εξάγει πάνω από το 70% της συνολικής παραγωγής της σε προϊόντα, όπως κυρίως πρωτόχυτο και δευτερόχυτο αλουμίνιο, προϊόντα έλασης, διέλασης και λιγότερο τελικά προϊόντα. Τα προϊόντα του κλάδου εξάγονται σε περισσότερες από 50 χώρες αν και κατά κύριο ποσοστό πάνω από 60%, απευθύνονται στην αγορά της Δυτικής Ευρώπης». Τι οδήγησε τις επιχειρήσεις του κλάδου να επενδύσουν στην εξαγωγική τους δραστηριότητα; «Η οικονομική κρίση ήταν ο βασικός λόγος για την έντονη στροφή του κλάδου του αλουμινίου στην εξωστρέφεια» λέει ο κ. Ελευθέριος Ταφρόγλου, πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Αλουμινίου.
«Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος (ΕΣΥΕ) τα δύο τελευταία χρόνια ο κλάδος του αλουμινίου ήταν ο δεύτερος πλέον εξαγωγικός κλάδος με 1,2 δισ. ευρώ περίπου και αντιπροσώπευε το 5,4% των ελληνικών εξαγωγών χωρίς να υπολογίζονται και οι πρώτες ύλες της βιομηχανίας αλουμινίου που η χώρα μας εξάγει (βωξίτης & αλουμίνα), ενώ είχε το δεύτερο υψηλότερο εμπορικό ισοζύγιο με 515 εκατ. ευρώ, ανάμεσα στους 99 κωδικούς προϊόντων της ΕΣΥΕ μετά τον κλάδο των παρασκευασμένων λαχανικών, φρούτων, κ.λπ., (με κωδ.20 που έφθασε στα 550 εκατ. ευρώ).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, το πρώτο τρίμηνο του 2012 για πρώτη φορά ο κλάδος αλουμινίου έχει το καλύτερο (θετικό) εμπορικό ισοζύγιο 158,6 εκατ. ευρώ περίπου, ανάμεσα στους 99 κωδικούς της ΕΣΥΕ και βέβαια συνεχίζει να είναι ο 2ος πιο εξαγωγικός κλάδος της χώρας, μετά τον κλάδο ''27-ορυκτά καύσιμα, λάδια, κεριά, ασφαλτώδεις, υλ.'' που έχει εξαγωγές 1,67 δισ. ευρώ περίπου αλλά και το χειρότερο εμπορικό ισοζύγιο με -1,25 δισ. ευρώ περίπου. Αξίζει να τονιστεί ότι το εμπορικό ισοζύγιο του κλάδου το 1ο τρίμηνο του 2012 αυξήθηκε κατά 37% περίπου σε σχέση με εκείνο του 1ου τριμήνου του 2011» αναφέρει ο κ. Ταφρόγλου.
Η συρρίκνωση της οικοδομικής δραστηριότητας έπληξε και τον κλάδο του αλουμινίου. «Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ η συνολική μεταβολή την περίοδο 2007-2011 παρουσιάζει μείωση κατά 71% περίπου και φυσικά οι πωλήσεις του κλάδου στην εγχώρια αγορά έχουν υποστεί μία απότομη και μία πάρα πολύ μεγάλη καθίζηση. Οι ενέργειες της πολιτείας μέσω του προγράμματος «Εξοικονόμηση κατ' οίκον» δυστυχώς δεν κατάφεραν να αναστρέψουν έστω εν μέρει το κλίμα. Επίσης οι επιχειρήσεις του κλάδου αντιμετωπίζουν τα γνωστά θέματα που απασχολούν και όλο τον επιχειρηματικό κόσμο όπως η μεγάλη δυσκολία στη χρηματοδότηση και οι εμπορικές επισφάλειες. Ο τρόπος για να αντιστραφεί το κλίμα είναι να καταγραφεί πρώτα μια σταθερότητα και προοπτική στην οικονομία της χώρας με παράλληλα μέτρα (φορολογικά κ.α.) όσο το δυνατόν μονιμότερου χαρακτήρα που θα επιτρέπουν σε όλους τους εμπλεκόμενους (κατασκευαστές και αγοραστές) να προγραμματίσουν σε σταθερό περιβάλλον την όποια εργασία ή επένδυσή τους» σημειώνει ο Πρόεδρος.
Η Ελλάδα ελέγχει μόνο το 2,5% της παγκόσμιας αγοράς αλουμινίου. Τι πρέπει να κάνει για να αντεπεξέλθει στο διεθνή ανταγωνισμό; «Η ελληνική βιομηχανία αλουμινίου έχει αποδείξει έως τώρα την εξωστρέφειά της και συνεπώς την ευρωπαϊκού επιπέδου ανταγωνιστικότητα και δυναμική που έχει αναπτύξει. Ομως, προβλήματα, όπως η μη επιστροφή του ΦΠΑ, η πολύ ακριβή ενέργεια στη χώρα, που δημιουργεί ένα μη ανταγωνιστικό κόστος στη σύγκρισή του με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, τα υψηλά μεταφορικά κόστη έχουν απίστευτες συνέπειες. Για να αντέξει κάποια ελληνική εταιρεία τον διεθνή ανταγωνισμό θα πρέπει να κινείται στον ίδιο στίβο όσον αφορά στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις με αυτόν. Επομένως η μόνη λύση είναι οι ξεκάθαροι κανόνες στην αγορά που θα βασίζονται στα ισχύοντα και στις πιο αναπτυγμένες χώρες. Η ελληνική βιομηχανία αλουμινίου είναι από τις ελάχιστες ανταγωνιστικές βιομηχανίες που έχουν απομείνει στη χώρα. Η πολιτεία θα πρέπει να υποστηρίξει τη βιωσιμότητά της με την ύπαρξη ξεκάθαρων κανόνων λειτουργίας και εποπτείας της αγοράς, φορολογικού συστήματος και στήριξης της εξωστρέφειας» καταλήγει ο κ. Ταφρόγλου.
Πηγή: kerdos.gr
Σχόλια