Η ταχεία ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών προσφέρει νέα ώθηση στις επιχειρήσεις, ώστε να αποκτήσουν καλύτερη πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά και μεγαλύτερη εμβέλεια. Η εμπειρία σε βάθος των άλλων διεθνών αγορών, βοηθά πολλές επιχειρήσεις να γνωρίζουν τα δυνητικά οφέλη της παγκοσμιοποίησης, όπως η πρόσβασή τους σε νέες αγορές, η ανεύρεση ταλέντων και οι οικονομίες κλίμακας, καθώς και μια σειρά από κινδύνους, όπως η πολυπλοκότητα, οι πολιτισμικές συγκρούσεις και οι έντονες αντιδράσεις από τους τοπικούς ανταγωνιστές.
Μπορεί οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, λόγω παγκοσμιοποίησης, να έχουν αρκετά υψηλές επιδόσεις, αλλά φαίνεται πως μένουν αρκετά πίσω από εκείνες που δεν απομακρύνονται πολύ από τις τοπικές τους αγορές.
Όπως προκύπτει από σχετική έρευνα της McKinsey, οι ισχυρές πολυεθνικές επιχειρήσεις φαίνονται λιγότερο υγιείς από άλλες επιτυχημένες εταιρείες, που δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή της έδρας τους. Η παγκόσμια εμβέλεια, φαίνεται πως απειλεί την «υγεία» των επιχειρήσεων που έχουν εκτεταμένη οργάνωση στις διεθνείς αγορές, ακόμα και των πιο επιτυχημένων. Πιο συγκεκριμένα, η McKinsey, διαπιστώνει ότι οι επιδόσεις των πιο επιτυχημένων παγκοσμίως επιχειρήσεων, είναι χαμηλότερες από εκείνες που εστιάζουν τις δραστηριότητές τους τοπικά, σε αρκετές κρίσιμες διαστάσεις της οργανωσιακής τους υπόστασης. Όπως είναι ο συντονισμός και ο έλεγχος, η καινοτομία και η εξωστρέφεια. Αυτό, τουλάχιστον, δείχνει η μελέτη εκατοντάδων επιχειρήσεων, κατά τη τελευταία δεκαετία, από τη McKinsey. Η κατανόηση αυτής της απειλής, αλλά και των αιτίων της, μπορεί να είναι ένα πρώτο βήμα για τη μείωση των επιπτώσεων της.
Οι αδυναμίες
Τα δεδομένα που υποστηρίζουν τα ευρήματα της McKinsey, προέρχονται από τη βάση δεδομένων του δείκτη υγείας των επιχειρήσεων, η οποία περιέχει τα αποτελέσματα των ερευνών σε πάνω από 600.000 εργαζόμενους, οι οποίοι αξιολόγησαν την υγεία 500 σχεδόν διαφορετικών επιχειρήσεων. Σε αυτή τη βάση δεδομένων εντοπίστηκαν 20 «τοπικοί πρωταθλητές», οι οποίοι είχαν πολύ καλύτερες επιδόσεις στον κλάδο τους κατά τα προηγούμενα δέκα χρόνια, και 18 «παγκόσμιες πρωταθλήτριες», οι οποίες είχαν ξεπεράσει επίσης τις άλλες επιχειρήσεις στον κλάδο τους και ανταποκρίνονταν στα ίδια σύνθετα κριτήρια πλήρους παγκοσμιοποίησης.
Η μελέτη συνέκρινε αυτές τις επιχειρήσεις, σε όλα τα στοιχεία της οργανωσιακής τους υγείας, τα οποία ορίζονται ως η δυνατότητα που έχουν οι επιχειρήσεις να ευθυγραμμιστούν γύρω από ένα πρόγραμμα ή την εκτέλεση μιας στρατηγικής αλλαγής για να ανανεωθούν γρηγορότερα από τους ανταγωνιστές τους. Τα κυριότερα σημεία αυτής της ανάλυσης, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Οι παγκόσμιες επιχειρήσεις υψηλών επιδόσεων, είναι σταθερά λιγότερο αποτελεσματικές, στη δημιουργία ενός κοινού οράματος, και στη συμμετοχή των εργαζομένων τους σε αυτό, από ότι οι αντίστοιχες τοπικές επιχειρήσεις.
Επίσης, έχουν μεγαλύτερη δυσκολία στη διατήρηση των επαγγελματικών προτύπων και στην ενθάρρυνση κάθε είδους καινοτομίας.
Τέλος, επειδή ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες σε πολλές χώρες, θεωρούν ότι είναι πιο δύσκολο, σε σχέση με τις τοπικές ηγετικές επιχειρήσεις, να οικοδομήσουν σχέσεις με τις κυβερνήσεις και τις κοινότητες και να δημιουργήσουν επιχειρηματικές συνεργασίες.
Τα ευρήματα αυτά είναι ανησυχητικά. Καταρχήν, οι αδυναμίες αφορούν τους τρεις βασικούς τομείς της οργανωσιακής υγείας, την εναρμόνιση, την εκτέλεση και την ανανέωση. Δεδομένου ότι άλλη σχετική έρευνα στελεχών της McKinsey (των Scott Keller και Colin Price), δείχνει ότι τουλάχιστον το 50% της μακροχρόνιας επιτυχίας ενός οργανισμού είναι συνάρτηση της υγείας του, η επίπτωση αυτή της παγκοσμιοποίησης θα πρέπει να ανησυχήσει σοβαρά τις ταχέως αναπτυσσόμενες διεθνώς επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι παγκόσμιες επιχειρήσεις που μελετήθηκαν αποτελούν την αφρόκρεμα, όχι μόνο διότι απολαμβάνουν ισχυρές οικονομικές επιδόσεις, αλλά επειδή έχουν σημαντική θέση και εύρος σε παγκόσμια κλίμακα, γι' αυτό άλλωστε περιελήφθησαν και στην έρευνα αυτή.
Αν, λοιπόν, επιχειρήσεις σαν αυτές, παγκόσμιοι ηγέτες, δεν μπορούν να παραμείνουν υγιείς κατά την ανάπτυξή τους σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε πως μπορεί οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση;
Τα δύσκολα σημεία
Για να κατανοήσουν τι κρύβεται πίσω από αυτά τα ευρήματα, οι ερευνητές πήραν συνεντεύξεις από στελέχη σε 50 παγκόσμιες επιχειρήσεις. Οι συνεντεύξεις έδειξαν μια σχέση μεταξύ της οργανωσιακής υγείας και ενός γνωστού προβλήματος που αντιμετωπίζει κάθε πολυεθνική επιχείρηση. Την εξισορρόπηση της προσαρμογής, τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, του πεδίου εφαρμογής και του συντονισμού.
Σχεδόν, όλοι όσοι συμμετείχαν στις συνεντεύξεις, είχαν την ίδια ένταση που συχνά δημιουργείται σε αντίστοιχες εσωτερικές συζητήσεις. Ποια στοιχεία της οργάνωσης θα πρέπει να τυποποιηθούν; Σε ποιο βαθμό έχει νόημα να γίνεται σε κάθε μία χώρα, το μάνατζμεντ των, υψηλών δυνατοτήτων, αναδυόμενων αγορών; Πότε είναι καλύτερα, σε αυτές τις αγορές, να κλιμακώνεται η επιρροή και οι συνέργειες μεταξύ επιχειρηματικών μονάδων για τη διαχείριση των κυβερνήσεων, των ρυθμιστικών αρχών, των συνεργατών και των ταλέντων; Με την ελπίδα, μια πολυεθνική εταιρεία να υλοποιήσει τις ίδιες οικονομίες κλίμακας και, ταυτόχρονα, να επικεντρωθεί εντατικά στην Ινδία και την Κίνα, ξεκίνησε πρόσφατα να αναπτύσσει CEOs επιχειρηματικών μονάδων, των οποίων οι αρμοδιότητες περιλαμβάνουν και τις δύο αυτές χώρες.
Τα θέματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα, όπως φάνηκε από τις συνεντεύξεις: για τις περισσότερες επιχειρήσεις, περίπου 30% με 40%, των υφιστάμενων εσωτερικών δικτύων και διασυνδέσεων, είναι αναποτελεσματικά για την παγκόσμια και την τοπική διαχείριση, επιβαρύνοντας απλώς το κόστος και καθιστώντας τα πολύπλοκα.
Για παράδειγμα, πολλές επιχειρήσεις, δεν μπορούν να προσδιορίσουν και να μεταφέρουν τα διδάγματα που παίρνουν για τους καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος, σε μια υψηλής ανάπτυξης αναδυόμενη αγορά, ώστε να τα εφαρμόσουν σε μια άλλη. Μερικές επιχειρήσεις προσπαθούν γρήγορα να μπουν σε κάποιες αγορές προσφέροντας ιδιαίτερες λύσεις, ενόσω οι τοπικοί ανταγωνιστές τους υπονομεύουν τα παραδοσιακά επιχειρηματικά μοντέλα και διαταράσσουν τις προηγούμενες επιτυχημένες στρατηγικές τους.
Τέλος, πολλά στελέχη που ερωτήθηκαν, λένε ξεκάθαρα, ότι τους απασχολεί όλο και περισσότερο ο ρόλος που έχει το εταιρικό κέντρο στους παγκοσμιοποιημένους οργανισμούς τους. Μια ερώτηση που προέκυψε από πολλούς, αφορούσε στη σκοπιμότητα της συγκέντρωσης ιδιαίτερα τριών λειτουργιών, της διοίκησης: του ανθρώπινου δυναμικού, της οικονομικής διοίκησης και του μάρκετινγκ (το οποίο συμπεριλαμβάνει γενικά το brand και τη διαχείριση της φήμης). Στην πραγματικότητα, οι συνεντεύξεις έδειξαν πως ίσως να χρειάζεται χρόνος για ορισμένες εταιρείες, να φανταστούν εκ νέου τι πρέπει να κάνει το κέντρο διοίκησης της επιχείρησης, ακόμα και να εξετάσουν σε ποιό βαθμό ένα ενιαίο κέντρο είναι κατάλληλο να διευθύνει και να συντονίσει αποτελεσματικά τις παγκόσμιες δραστηριότητες.
Τα στελέχη της McKinsey που έκαναν τη μελέτη αυτή, καταλήγουν ότι είναι εύκολο να δούμε πως οι επιχειρήσεις που εργάζονται με αυτά τα θεμελιώδη δομικά και λειτουργικά ζητήματα, μπορεί επίσης να προβληματίζονται με δραστηριότητες οι οποίες μοιάζει να θέτουν σαφείς κατευθύνσεις, με βάση την εναρμόνιση και τη διατήρηση καινοτόμου ενέργειας, που συμβάλει στην οργανωσιακή τους υγεία. Δεδομένου ότι ακόμα και κορυφαίες πολυεθνικές επιχειρήσεις, εμφανίζονται να υποφέρουν από τις επιπτώσεις αυτές της παγκοσμιοποίησης, η σημασία αντιμετώπισής τους θα βαίνει αυξανόμενη τα επόμενα χρόνια. Για όλο και περισσότερες επιχειρήσεις, η παγκοσμιοποίηση γίνεται επιτακτική ανάγκη, και αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει πρόσθετες προκλήσεις, τόσο για την οργάνωση όσο και για την ηγεσία τους, που δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητές.
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Πάνου Τσαγκαράκη στο reporter.gr
Σχόλια