Η υποκλοπή περισσότερων από 10.000 εμπιστευτικών δεδομένων του αμερικανικού κολοσσού AMD, από πρώην υπαλλήλους, βρίσκεται τις τελευταίες ημέρες στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας, με τη ζημιά που προκλήθηκε στην αμερικανική εταιρεία, κατασκευάστρια ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, να είναι ακόμη ανυπολόγιστη. Μάλιστα, οι υποψίες για τέσσερα πρώην ανώτατα στελέχη της AMD, που κατηγορούνται, σήμερα, για υποκλοπή ευαίσθητων εταιρικών πληροφοριών, γιγαντώθηκαν, όταν αυτά «πήραν μεταγραφή» για την ανταγωνίστρια Nvidia.
Πρόκειται για ακόμη ένα από τα δεκάδες περιστατικά των τελευταίων ετών, που έρχεται να προστεθεί στην μακρά λίστα των υποθέσεων βιομηχανικής κατασκοπείας που, κατά το παρελθόν, έχουν κλονίσει κολοσσούς, όπως η LG, η Samsung, η Procter&Gamble, η Unilever, η Opel, η Volkswagen και η IBM.
Μία επίσης, από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις εταιρικής κατασκοπείας αφορά στην λίστα των μεγαλοκαταθετών της Ελβετίας, με τον υπάλληλο της τράπεζας HSBC στη Νότια Γαλλία, Ερβέ Φαλτσιανί να οικειοποιείται το 2008 βάση δεδομένων με τα στοιχεία 130.000 καταθετών στην τράπεζα της Γενεύης.
Νο1 απειλή
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η επιχειρηματική κατασκοπεία έχει εξελιχθεί σε Νο1 απειλή για τις επιχειρήσεις, ενώ το FBI εκτιμά τη ζημιά για τις εταιρείες στο αστρονομικό ποσό των 13 δισ. δολαρίων (στοιχεία 2012). Εξάλλου, η ηλεκτρονική κατασκοπεία σε δημόσιες εταιρείες και οργανισμούς αποτελεί εθνική απειλή για τις ΗΠΑ.
Παρόλα αυτά στην Ελλάδα, όπως αναφέρουν οι ειδικοί, οι επιχειρήσεις παραγνωρίζουν τον αόρατο, αλλά τεράστιο κίνδυνο της οικειοποίησης απόρρητων δεδομένων, όπως το πελατολόγιο, οι προμηθευτές ή το business plan.
Στο πλαίσιο αυτό, η Υποδιεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας διοργανώνει την επόμενη Πέμπτη συνέδριο για την ασφαλή πλοήγηση, όπου σε ειδική ενότητα θα εξεταστεί το ζήτημα της ασφάλειας ηλεκτρονικών πληροφοριών και της βιομηχανικής κατασκοπείας.
«Η κατάρρευση μίας εταιρείας θα μπορούσε να προκληθεί εκ των έσω, από την μη σωστή χρήση των πληροφοριών από έναν υπάλληλο. Προκειμένου να ενημερώσουμε τον επιχειρηματικό κόσμο για το πώς πρέπει να θωρακίζεται, ανεξαρτήτως μεγέθους, μία εταιρεία, διοργανώνουμε το συνέδριο την επόμενη Πέμπτη το συνέδριο για την ασφαλή πλοήγηση» σημειώνει στο Capital.gr ο Μανώλης Σφακιανάκης, προϊστάμενος της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Όπως επισημαίνει ο βραβευμένος από το FBI αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ, στην Ελλάδα τα κρούσματα ηλεκτρονικής κατασκοπείας δεν παύουν να πολλαπλασιάζονται.
«Πρόσφατα Έλληνας με συνεργό Άγγλο απέσπασαν από μεγάλο πολυεθνικό όμιλο στο εξωτερικό λογισμικό αξίας 360 εκατ. δολαρίων, επιφέροντας ένα σοβαρότατο πλήγμα στον οργανισμό, του οποίου η εύρυθμη λειτουργία στηριζόταν στο εν λόγω πρόγραμμα. Μία ακόμη περίπτωση υφαρπαγής απόρρητων στοιχείων, αφορά Έλληνα επιχειρηματία, από τον οποίο υπέκλεπταν νευραλγικές πληροφορίες για την εταιρεία του. Εξαιτίας της ελλιπούς γνώσης διαφύλαξης της ασφάλειας των πληροφοριών, ο κύκλος εργασιών της συγκεκριμένης εταιρείας υποχώρησε σε ποσοστό 65%» εξηγεί ο κ. Σφακιανάκης.
Υπάρχουν μέτρα προφύλαξης κατά των επιθέσεων των... κατασκόπων;
«Μία εταιρεία μπορεί να προστατευθεί από τη βιομηχανική κατασκοπεία, μόνον εάν θέσει σε υψηλή προτεραιότητα την ασφάλεια των πληροφοριών της» απαντά προϊστάμενος της διεύθυνσης δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος.
«Θα πρέπει, δηλαδή, η εταιρεία, παράλληλα με την υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματός της, να επενδύει στην θωράκιση των δεδομένων της. Συνίσταται επίσης, η πρόσβαση στα ευαίσθητα δεδομένα να είναι διαβαθμισμένη. Να μην επιτρέπεται, δηλαδή, οι κατώτεροι στην ιεραρχία υπάλληλοι να διαχειρίζονται εμπιστευτικά έγγραφα. Και στην Ελλάδα, δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει, καθώς κατώτερα στελέχη μπορούν να έχουν πρόσβαση στο πελατολόγιο ή την στρατηγική μίας εταιρείας».
Σημειώνεται ότι στο συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου (09:00 στο Αthenaeum Intercontinental Athens), το «παρών» θα δώσουν εκπρόσωποι επιχειρήσεων, επιχειρηματίες, διευθύνοντες σύμβουλοι, καθηγητές πανεπιστημίου και διακεκριμένες προσωπικότητες του χώρου της ασφάλειας πληροφοριών.
Διαβάστε εδώ το άρθρο τουΔημήτρη Δελεβέγκου στο capital.gr
Σχόλια