Tα Ελληνικά Ξενοδοχεία και γενικά το Ελληνικό τουριστικό προϊόν, έχουν κάνει σημαντική πρόοδο στον τομέα της βελτίωσης των υπηρεσιών του αλλά και κυρίως στον εμπλουτισμό των υποδομών τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ξ.Ε.Ε. που παρουσιάσαμε στην πρόσφατη 2η Γενική συνέλευση των μελών του, το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας μας έχει βελτιωθεί και αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία 20 χρόνια.
Είναι ενδεικτικό ότι ο αριθμός των μονάδων έχει αυξηθεί πάνω από 50% σε σχέση με το 1990, ενώ και η ποιοτική σύσταση του προϊόντος έχει αλλάξει και βελτιωθεί σημαντικά. Συγκεκριμένα, ενώ το 1990, από το σύνολο του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας, μόλις το 27% ήταν ξενοδοχεία 4*και 5*, φέτος το αντίστοιχο ποσοστό έχει ξεπεράσει το 40%. Βέβαια ως χώρα και ως προορισμός, υστερούμε σημαντικά στην αξιολόγηση των παρεχομένων από τα ελληνικά ξενοδοχεία υπηρεσιών. Είναι γεγονός ότι η εξέλιξη και αναβάθμιση του Ξενοδοχειακού τουριστικού προϊόντος παγκοσμίως, η αύξηση της Διεθνούς τουριστικής κινητικότητας και η ανάδειξη του διαδικτύου ως κυρίαρχου μέσου τουριστικών κρατήσεων, έκαναν αναγκαία την υιοθέτηση συστημάτων ποιότητας, οικείων στους πελάτες, αντικειμενικών, με υψηλή αναγνωρισιμότητα, τα οποία συγχρόνως θα ανταποκρίνονται στις διαρκώς αυξανόμενες τάσεις, για εμπλουτισμό, αναβάθμιση και καινοτομία των ξενοδοχειακών υπηρεσιών.
Στην Ελλάδα κατατάσσουμε τις επιχειρήσεις με βάση τα κριτήρια του ΠΔ 43/2002, που αποτελεί ουσιαστικά ένα σύστημα κριτηρίων που είχε ως στόχο την μετάβαση από την κατάταξη καταλυμάτων σε κατηγορίες στην κατάταξη των καταλυμάτων σε αστέρια, με ορίζοντα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Τα κριτήρια αυτά έχουν ξεπεραστεί στην πραγματικότητα, από την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών και ως ένα βαθμό αδικούν τα Ελληνικά ξενοδοχεία.
Αυτό συμβαίνει γιατί λόγω της μη συμβατότητας των εγχωρίων προδιαγραφών και κριτηρίων με τα ισχύοντα διεθνώς, οι συνεργάτες μας προχωρούν σε αυθαίρετες αξιολογήσεις, γεγονός που στις περισσότερες των περιπτώσεων μεταφράζεται σε αυθαίρετη και υποδεέστερη της πραγματικής κατάστασης, αξιολόγηση των καταλυμάτων, εξέλιξη που λειτουργεί τελικώς ως μοχλός τιμολογιακής πίεσης προς τους ξενοδόχους από τους συνεργάτες τους, tour operators και διαδικτυακά συστήματα κρατήσεων.
To Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος ξεκίνησε την προσπάθεια για μια καλύτερη παρουσίαση του Ελληνικού Ξενοδοχειακού προϊόντος με την εφαρμογή ενός διεθνοποιημένου συστήματος κατάταξης των ξενοδοχείων και αξιολόγησης των υπηρεσιών τους. Το Hotel Stars Union, το οποίο θεωρούμε ότι έχει την μεγαλύτερη εμβέλεια ως σύστημα κριτηρίων, είναι ένα διεθνοποιημένο ποιοτικό σύστημα αξιολόγησης, το οποίο πληροί και εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις που θέτουν οι μεγάλοι ταξιδιωτικοί οργανισμοί, διαδικτυακοί και παραδοσιακοί χωρίς αμφισβητήσεις για τις αξιολογήσεις και τα στάνταρ που θέτει. Πρόκειται για σύστημα που έχει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
Είναι δυναμικό, δηλαδή αλλάζει διαρκώς, είναι προσανατολισμένο στις παρεχόμενες ξενοδοχειακές υπηρεσίες τις οποίες αξιολογεί και επιβραβεύει περισσότερο από τις υποδομές, εφαρμόζεται ήδη σε 13 Ευρωπαϊκές χώρες γεγονός που καθιστά οικείο σε 180 εκατ. καταναλωτές, προβλέπει αξιολόγηση και κατάταξη πέραν των 5 βασικών κατηγοριών και για πέντε ενδιάμεσες κατηγορίες, δηλαδή τις superior, δεν είναι ένα γραφειοκρατικό Διοικητικό σύστημα, αλλά είναι ευέλικτο και ελέγχεται από τις ίδιες τις ενώσεις επαγγελματιών του κλάδου των χωρών που συμμετέχουν ενώ η διαμόρφωση των κριτηρίων του είναι αποτέλεσμα μελέτης των αναγκών και απαιτήσεων των πελατών, με αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται πλήρως στις πραγματικές ανάγκες και προσδοκίες τους.
Συγχρόνως, από τα βασικότερα πλεονεκτήματα του H.S.U. είναι η διαφάνεια. Τα κριτήρια κατάταξης του κάθε ξενοδοχείου είναι στην διάθεση των πελατών του, μέσω του site του, στο οποίο είναι υποχρεωμένη κάθε επιχείρηση που συμμετέχει, να ενημερώνει για τα κριτήρια κατάταξης που ισχύουν ενώ η ένταξη των ξενοδοχείων μπορεί να βασισθεί, σε μεγάλο βαθμό σε διαδικτυακές διαδικασίες, που σε συνδυασμό με τον θεσμό του mystery guest που χρησιμοποιείται, ειδικά για τις υπηρεσίες των ξενοδοχείων 4*και 5, μπορεί να μειώσει σημαντικά το κόστος πιστοποίησης.
Στην βάση αυτής της προοπτικής, το Ξ.Ε.Ε. προχώρησε σε μια πιλοτική εφαρμογή του σε 220 Ελληνικά ξενοδοχεία, μέσα από την οποία διαπιστώσαμε ότι η συμβατότητα των υπηρεσιών των Ελληνικών ξενοδοχείων με τις απαιτήσεις του H.S.U., πλησιάζει το 75% των κριτηρίων, γεγονός που αποδεικνύει την κακή και αντιεμπορική προσέγγιση μας, όσον αφορά στην κατάταξη των Ελληνικών ξενοδοχείων, τα τελευταία πολλά χρόνια.
Πιστεύουμε ότι ο εμπλουτισμός με υπηρεσίες, που θα φέρει στο Ελληνικό προϊόν η εφαρμογή του H.S.U., αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην εν μέρει αναβάθμισή του, αλλά συγχρόνως θα το παρουσιάσει με τις πραγματικές του διαστάσεις και δυνατότητες, κάτι το οποίο για πολλά χρόνια αδυνατούσαμε να επιτύχουμε και να πείσουμε τους συνεργάτες μας.
Οι χαμηλές, εκτός του τριμήνου ΙΟΥΛΙΟΥ–ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ–ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, πληρότητες των Ελληνικών ξενοδοχείων αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα δομικά προβλήματα του Ελληνικού τουρισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εποχικότητα του Ελληνικού Τουριστικού προϊόντος ξεπερνάει το 50%, γεγονός που λειτουργεί αντιαναπτυξιακά για τον κλάδο και τη χώρα.
Σε ένα τρίμηνο εξωθούνται τόσο οι υποδομές μας, όσο και οι ανθρώπινοι πόροι, στα όριά τους με αποτέλεσμα να χάνουμε ως χώρα, τόσο σε επισκέψεις πελατών όσο και στην ικανοποίησή των. Μια καλύτερη κατανομή της ζήτησης μέσα στην χρονιά, θα μπορούσε να αυξήσει και την απασχόληση και τα έσοδα, αλλά και να τονώσει την βιωσιμότητα των τουριστικών επιχειρήσεων.
Επομένως, είναι σημαντικό να αναπτύξουμε τομείς και προϊόντα που θα μας εξασφαλίσουν πελατεία στην εκτός του τριμήνου περίοδο, όπως ο Ιατρικός και ο Ιαματικός τουρισμός, το Γκολφ, ο θρησκευτικός τουρισμός κλπ. Συγχρόνως η διείσδυσή μας σε πελατειακές ομάδες, στις οποίες υστερούμε σημαντικά, θα μας βοηθήσει να διεκδικήσουμε ένα μεγαλύτερο μερίδιο ζήτησης σε εποχές χαμηλής ζήτησης και αναφέρομαι σε τουρίστες 3ης ηλικίας, σε επισκέπτες με προβλήματα κινητικότητας καθώς και σε επισκέπτες από αναδυόμενες οικονομίες.
Ο Ελληνικός Τουρισμός ξεκίνησε ως τομέας να αναπτύσσεται και να λειτουργεί, προς όφελος της οικονομίας και της χώρας, εδώ και 50 χρόνια. Δυστυχώς όμως εξελίχθηκε αυτοφυώς και μονομερώς, σε ένα διεθνές περιβάλλον που επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός αλλά και υψηλή στρατηγική στοχοθέτησης από την πλευρά των ανταγωνιστών μας, οι οποίοι πλέον όχι μόνο είναι πολλοί αλλά και με διαφορετικά κίνητρα και στόχους ο καθένας, για την ανάπτυξη του τουρισμού τους.
Εμείς μείναμε προσκολλημένοι στο ίδιο μοντέλο, το μοντέλο «ήλιος και θάλασσα», με ελάχιστες διαφοροποιήσεις αυτά τα χρόνια, διαφοροποιήσεις κυρίως στο κομμάτι των ιδιωτικών υποδομών, χωρίς να αφουγκραζόμαστε τα σημεία και τις αλλαγές των καιρών που ζητούσαν την υιοθέτηση στρατηγικής. Επιβάλλεται πλέον τόσο η ανασύνταξή μας όσο και ο αναπροσανατολισμός της στρατηγικής μας, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα έχουμε στρατηγική. Είμαι σίγουρος ότι τότε ο τουρισμός θα μπορέσει να παράγει ασυγκρίτως περισσότερα οφέλη για τον κλάδο αλλά και για όλη την Ελληνική κοινωνία.
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Γιώργου Τσακίρη προέδρου του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος στο capital.gr
Σχόλια