Τα προβλήματα της ελληνικής πραγματικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων λιανικής πώλησης ένδυσης και υπόδησης είναι πολλά, ενώ ο βασικός λόγος για τον οποίο σήμερα κλείνουν πολλές από αυτές δεν είναι μόνο η ύφεση.
Κλείνουν, επίσης, διότι δεν αξιολόγησαν κάποτε σωστά τις συνθήκες και τις μεταβλητές, που δικαιολογούν το άνοιγμα νέων καταστημάτων (έχουμε δηλαδή υπερπροσφορά προϊόντων με ελλιπή ζήτηση). Με αποτέλεσμα να βλέπουμε σήμερα να πωλούνται επώνυμα προϊόντα εισαγωγής σε εξευτελιστικές τιμές και όπως είναι φυσικό να οδηγούνται στο κλείσιμο των καταστημάτων τους. Και οι ιδιοκτήτες τους να το αποδίδουν (σωστά εν μέρει) στην έλλειψη ρευστότητας, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και γενικότερα στην κρίση που πλήττει την πραγματική οικονομία της χώρας. Όμως, στη χώρα μας ο αριθμός των καταστημάτων ένδυσης/υπόδησης ανά κάτοικο, είναι διπλάσιος σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό όμως που δεν είναι κατανοητό, είναι πως και με ποια κριτήρια ξεκινάει κάποιος, ο οποίος διατηρεί επί χρόνια ένα πετυχημένο και εδραιωμένο κατάστημα ειδών ένδυσης, σε μια up market περιοχή της Αθήνας, να ανοίξει στην ίδια περιοχή μέσα σε ένα χρόνο – και μάλιστα δυο τετράγωνα πιο πέρα – ένα νέο κατάστημα με την ίδια επωνυμία, τα ίδια προϊόντα και το ίδιο ύφος. Ακόμα περισσότερο, όταν στην ίδια περιοχή υπάρχουν πάρα πολλά καταστήματα, με πάνω – κάτω τα ίδια σε ύφος, ποιότητα και τιμή προϊόντα.
Στη χώρα μας, όμως, όπως πολύ σωστά είπε πρόσφατα ο πρόεδρος της ALPHA BANK, κ. Κωστόπουλος, χωράνε δυόμιση τράπεζες, πόσα λοιπόν καταστήματα με είδη ένδυσης και υπόδησης μπορούν να χωρέσουν; Σε μια μικρή χώρα με ανεκπαίδευτους καταναλωτές και εμπόρους. Ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα που τίθενται σε οποιονδήποτε επιχειρηματία (ο οποίος μετά από χρόνια επιτυχημένης πορείας, αλλά και σταθερής και αυξανόμενης βάσης πελατείας σε μια τοποθεσία, επιθυμεί να ανοίξει ένα νέο κατάστημα), είναι: αν το ανοίξω θα έρθουν πελάτες; Πότε όμως, αντικειμενικά, είναι έτοιμος κάποιος να προχωρήσει στην επένδυση ενός νέου καταστήματος;
Οι προυποθέσεις για το άνοιγμα ενός νέου καταστήματος
Το άνοιγμα ενός δεύτερου καταστήματος είναι μια μεγαλύτερη ενεργός δέσμευση και όχι απλά μια επέκταση του πρώτου καταστήματος. Πρέπει πραγματικά να αντιμετωπίσουμε τη δεύτερη θέση σαν πρώτη. Το δεύτερο κατάστημα πρέπει να είναι ικανό να σταθεί από μόνο του. Πολλοί επιχειρηματίες παραβλέπουν τον ανθρώπινο παράγοντα. Πρέπει να βρουν τους κατάλληλους ανθρώπους για να το επανδρώσουν και να στηρίξουν το νέο κατάστημα, να υπολογίσουν τα κόστη, να εξετάσουν τις εμπορικές ζώνες στις οποίες εισέρχονται και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να τους είναι άγνωστα. Χρειάζεται ένα κανονικό επιχειρηματικό σχέδιο (business plan).
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, είναι τα δημογραφικά στοιχεία των κατοίκων της περιοχής και ακόμα περισσότερο η δυνατότητα πρόσβασής τους σε άλλες αγορές αλλά και το πόσο συχνά αγοράζουν από αυτές. Για παράδειγμα, αν κάποιος επιχειρηματίας με ένα κατάστημα, γνωστό για τα επώνυμα προϊόντα που διαθέτει σε μια περιοχή «φιλέτο» της Αθήνας, αποφασίσει να ανοίξει ένα δεύτερο στην πόλη της Λάρισας, εκείνο που πρωτίστως πρέπει να εξετάσει είναι: υπάρχουν καταναλωτές οι οποίοι έχουν την άνεση της πρόσβασης στην αγορά της Αθήνας και πόσο συχνά, στην περίπτωση που το ίδιο κατάστημα θα άνοιγε στην πόλη τους, θα προτιμούσαν να αγοράζουν από αυτό ή θα συνέχιζαν να αγοράζουν από το πρώτο; Και αν η απάντησή τους έκλεινε προς τη δεύτερη ερώτηση θετικά, τότε θα έπρεπε να εξετάσουν τι είναι αυτό που θα κρατούσε τους πελάτες της Λάρισας στην πόλη τους;
Το δεύτερο στοιχείο, που πρέπει να εξετασθεί είναι η χρηματοδότηση. Έχουν τα ίδια κεφάλαια για να προχωρήσουν σε μια νέα επένδυση; Ή θα πρέπει να τα αναζητήσουν; Στην δεύτερη περίπτωση οι περισσότερες επιχειρήσεις απευθύνονται στις τράπεζες. Και όπως είναι φυσικό, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, οι τράπεζες πιέζουν για τα λεφτά τους. Με αποτέλεσμα οι καταστηματάρχες που αισθάνονται την καυτή ανάσα των τραπεζών στο σβέρκο τους, αν η αγορά της πόλης δεν κινείται και είναι στάσιμη, να αρχίζουν τις εκποιήσεις και με μαθηματική ακρίβεια να εξαφανίζονται από τον χάρτη της πόλης.
Είναι λοιπόν προτιμότερο για τους επιχειρηματίες να στηριχθούν στα δικά τους κεφάλαια, ή να απευθυνθούν σε ιδιώτες επενδυτές και ειδικούς στην μεθόδευση νέων επενδύσεων. Αλλά θα μου πείτε, τι είναι αυτά που μας λέτε κύριε, με ποια ψυχολογία, ποια, σε μια ολοένα βυθιζόμενης, στα τάρταρα ύφεσης, της ελληνικής οικονομίας, θα επενδύσουμε; Και όμως, πρόσφατη μελέτη της McKinsey, που παρουσίασε ο ΣΕΒ, κατατάσσει το λιανεμπόριο στους κλάδους που έχουν προοπτικές ανάπτυξης.
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Πάνου Τσαγκαράκη στο reporter.gr
Σχόλια