Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι αναπτυσσόμενες βιομηχανικές οικονομίες άρχισαν να ανταγωνίζονται και αυτές στις παγκόσμιες αγορές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια παγκόσμια αγορά εργασίας.
Καθώς περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι εισήλθαν στο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό, μια μαζική μετακίνηση από τα "αγροκτήματα στα εργοστάσια" οδήγησε σε έντονη επιτάχυνση της ανάπτυξης της παραγωγικότητας και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Κίνα και άλλα παραδοσιακά αγροτικά έθνη, βοηθώντας εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους να βγούν από τη φτώχεια. Για να αυξηθεί η παραγωγικότητα, οι αναπτυγμένες οικονομίες επενδύουν σε τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας και αξιοποιούν πηγές, σε παγκόσμιο επίπεδο, με χαμηλό κόστος εργασίας.
Σήμερα, τα στελέχη της εν λόγω αγοράς γίνονται ολοένα και εμφανέστερα. Στις προηγμένες οικονομίες, η ζήτηση για υψηλής ειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό αναπτύσσεται ταχύτερα από την προσφορά, ενώ η ζήτηση για χαμηλής ειδίκευσης εργασία παραμένει αδύναμη. Το συνολικό μερίδιο του εισοδήματος της εργασίας, ή το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που πηγαίνει στους μισθούς των εργαζομένων, έχει μειωθεί και η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται στην κατηγορία των εργαζομένων χωρίς προσόντα. Σε αυτούς πρέπει να συμπεριληφθούν 75 εκατομμύρια νέοι άνεργοι χωρίς εμπειρία, άνεργοι με εμπειρία και υποαπασχολούμενοι, ενώ παρατηρείται παράλληλα, μισθολογική στασιμότητα.
Στα παραπάνω συμπεράσματα κατέληξαν οι ειδικοί του Mc Kinsey Global Institute (οι κ. Richard Dobbs και Anu Madgavkar), παρουσιάζοντας λεπτομερώς τα βασικά ευρήματα των μελετών τους και των επιπτώσεων που αυτές έχουν στις ανισορροπίες της παγκόσμιας αγοράς εργασίας:
Υπάρχουν 38 έως 40 εκατομμύρια λιγότεροι εργαζόμενοι με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (με κολεγιακό ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών) από αυτούς που χρειάζονται οι επιχειρήσεις, δηλαδή λείπει το 13% της ζήτησης για τέτοιους εργαζόμενους.
Υπάρχουν αντίστοιχα, 45 εκατομμύρια λιγότεροι εργαζόμενοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, δηλαδή λείπει το 15% της ζήτησης για τους εργαζόμενους αυτούς.
Αντίθετα, υπάρχουν 90 έως 95 εκατομμύρια περισσότεροι χαμηλής ειδίκευσης εργαζόμενοι (άνθρωποι χωρίς πανεπιστημιακή ή ακόμα και δευτεροβάθμια εκπαίδευση - οι δεύτεροι κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες), από ότι χρειάζονται οι επιχειρήσεις. Παρατηρείται, δηλαδή, υπερπροσφορά των εν λόγω εργαζομένων κατά 11%.
Η δυναμική της παγκόσμιας αγοράς εργασίας θα κάνουν τα πράγματα στον τομέα αυτό ακόμη πιο δύσκολα. Ο πληθυσμός στην Κίνα αυξάνεται, ενώ και σε πολλές προηγμένες οικονομίες παρατηρείται γήρανση, με μείωση, παράλληλα, του ρυθμού αύξησης της παγκόσμιας προσφοράς εργασίας. Οι περισσότερες νέες θέσεις εργασίας στο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό θα δημιουργηθούν στην Ινδία και στις "νέες" αναπτυσσόμενες οικονομίες της Αφρικής και της Νότιας Ασίας. Η γήρανση θα προσθέσει 360 εκατομμύρια ηλικιωμένων, σε εκείνους που δεν συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό, συμπεριλαμβανομένων 38 εκατομμύρια εργαζομένων με πανεπιστημιακή μόρφωση, των οποίων τα προσόντα ήδη παρουσιάζουν έλλειμμα στην υπάρχουσα ζήτηση.
Για να κατανοήσουμε που είναι πιθανό να προκύψουν και να έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο αυτά τα κενά, η MGI εξέτασε τις 70 χώρες που αντιπροσωπεύουν το 96% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 87% του παγκόσμιου πληθυσμού. Σκιαγραφώντας το προφίλ του πληθυσμού τους στην εκπαίδευση και την ηλικία, καθώς και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μπορούμε να δούμε πώς σε κάθε χώρα έχουν εκπονήσει τις δυνάμεις της εργασίας τους προκειμένου να ανταποκριθούν στη μελλοντική ζήτηση, πόσο εύκολα μπορούν να αναπτυχθούν οι δυνάμεις αυτές αλλά και πόσο παραγωγική είναι η εργασία τους. Αυτό κατανέμει τις χώρες σε οκτώ ομάδες: τέσσερις στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, τρεις στις προηγμένες οικονομίες, και μία ομάδα που αποτελείται από τη Ρωσία και τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Ενώ οι δυνάμεις της αγοράς θα κινηθούν προς την κατεύθυνση της εξάλειψης των ανισορροπιών αυτών, πριν γίνει πλήρως αισθητή η επίδρασή τους, δεν μπορούν, ωστόσο, να τις αποφύγουν εντελώς χωρίς μια συντονισμένη, παγκόσμια προσπάθεια, τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από τις επιχειρήσεις, για την αύξηση των απαιτήσεων σε μορφωτικό επίπεδο και την παροχή εξειδικευμένης επαγγελματικής κατάρτισης. Οι προηγμένες οικονομίες θα χρειαστεί να διπλασιάσουν το ρυθμό αύξησης του αριθμού των νέων πτυχιούχων αλλά και να βρουν τρόπους να οδηγήσουν περισσότερους στους τομείς των επιστημών, της μηχανικής, καθώς και σε άλλα τεχνικά πεδία. Οι εν λόγω εργαζόμενοι, θα έχουν μεγάλη ζήτηση και η συνεισφορά τους θα είναι κρίσιμης σημασίας για την εκπλήρωση της όλο και μεγαλύτερης ανάγκης αύξησης της παραγωγικότητας, η οποία είναι πλέον επιτακτική. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να αναμορφωθεί για όσους μαθητές δεν συνεχίζουν στο κολέγιο ή το πανεπιστήμιο, ενώ με την επαγγελματική κατάρτιση πρέπει να επανεκπαιδευθούν οι εργαζόμενοι που βρίσκονται στο μέσον της καριέρας τους, προσφέροντάς τους εξειδικευμένες, επαγγελματικές δεξιότητες.
Ακόμα και αν συμβούν όσα περιγράφουμε παραπάνω, στις επόμενες δύο δεκαετίες, ο κόσμος είναι πιθανό να έχει πάρα πολλούς εργαζομένους χωρίς τις απαραίτητες δεξιότητες για να απασχολούνται πλήρως. Τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις αναπτυγμένες οικονομίες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να βρουν τρόπους, όχι μόνο για την παραγωγή εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης, αλλά και να δημιουργήσουν περισσότερες θέσεις εργασίας για όσους δεν έχουν τόσο υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Οι λύσεις περιλαμβάνουν την μετακίνηση της αλυσίδας αξίας στις αναπτυσσόμενες οικονομίες (π.χ., η μεταποίηση τροφίμων δημιουργεί περισσότερες θέσεις απασχόλησης από την ανάπτυξη των εξαγωγών) και την εύρεση ευκαιριών για τους εργαζόμενους χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση ώστε να συμμετάσχουν σε ταχέως αναπτυσσόμενους τομείς, όπως π.χ. η υγειονομική περίθαλψη και οι κατ' οίκον προσωπικές υπηρεσίες, στις προηγμένες οικονομίες.
Ειδικά για τη χώρα μας, όπου αντιμετωπίζουμε επιπλέον και το πρόβλημα της μετακίνησης όλο και περισσότερο εξειδικευμένων εργαζομένων και πτυχιούχων προς άλλες δυτικές χώρες, ενώ η ανεργία και η υποαπασχόληση αυξάνονται αλματωδώς με τη γήρανση του πληθυσμού και ιδιαίτερα των εργαζομένων υψηλών προσόντων, να προβάλει απειλητικά, οι παραπάνω παρατηρήσεις πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και από το κράτος.
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Πάνου Τσαγκαράκη στο reporter.gr
Σχόλια