Αμπελόφυλλα Κίνας(;), φακές Καναδά, πατάτες Αιγύπτου και λεμόνια Αργεντινής. Αγροτικά προϊόντα που εισάγει η Ελλάδα για να καλύψει την εσωτερική της κατανάλωση, να... ρίξει τις τιμές καταναλωτή και το κόστος παραγωγής προκειμένου να φτιάξει μεταξύ άλλων «παραδοσιακά ελληνικά» προϊόντα, όπως τα ντολμαδάκια.
Αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο του αγροτικού τομέα να παραμένει ελλειμματικό ως προς την αξία από το 1985, και ως προς τον όγκο από το 1995! Μόνο το πρώτο εξάμηνο του έτους εισήχθησαν αγροτικά προϊόντα αξίας 2,812 δισ. ευρώ.
Αυτό το φαινόμενο φέρνει στην επιφάνεια το σοβαρό πρόβλημα που υπάρχει στην αγροτική παραγωγή της χώρας και στην αδυναμία της να παράγει για να... θρέψει τους Έλληνες καταναλωτές και να ανταγωνιστεί στον διεθνή στίβο χώρες με παρεμφερή αγροτικά προϊόντα όπως την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Τουρκία ακόμη και την Τυνησία.
Και όχι μόνο αυτό, αφού τη στιγμή που το ζητούμενο είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας και η στήριξη της απασχόλησης μέσα από την αγροτική οικονομία, τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους:
- Πριν από την κρίση η αγροτική παραγωγή στη χώρα είχε μειωθεί κατά 15%, το κόστος παραγωγής είχε αυξηθεί περίπου 40% και οι τιμές περίπου 25% (στοιχεία McKinsey).
- Η παραγωγικότητα του εργατικού αγροτικού δυναμικού στην Ελλάδα είναι μόλις 50,8 τόνοι ανά εργαζόμενο, όταν στην Πορτογαλία είναι 60,9, στην Ισπανία 137,4 και στη γειτονική μας Ιταλία 180,3 τόνοι.
Κι όμως, αυτή η συρρικνωμένη αγροτική παραγωγή (εξαιρείται αυτή των προϊόντων όπως τα οπωροκηπευτικά, το ελαιόλαδο, το βαμβάκι και οι ιχθυοκαλλιέργειες) έχει καταφέρει έστω και ως commodity, χύδην προϊόν, να σηκώσει το βάρος των ελληνικών εξαγωγών.
Μόνο το πρώτο εξάμηνο του έτους οι ελληνικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων ανήλθαν στα 2,455 δισ. ευρώ, ποσό που προσεγγίζει τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων εν έτει 1992, όταν ως χώρα είχαμε εξαγάγει αγροτικά προϊόντα αξίας 2,547 δισ. ευρώ.
Οι παθογένειες
Η χαμηλή παραγωγικότητα, ο κατακερματισμός του κλήρου, η μικρή εξαγωγική διείσδυση και η ανώνυμη εξαγωγή χύδην αγροτικών προϊόντων αποτελούν την αχίλλειο πτέρνα του κλάδου.
Ταυτόχρονα, ποτέ δεν υπήρξε συγκεκριμένη στρατηγική που να έχει αντίκρισμα και προστιθέμενη αξία, ακόμη και για προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης, όπως είναι η φέτα. Και να φανταστεί κανείς ότι σχεδόν το 30% των νέων επιχειρήσεων που αποκτούν σήμερα εξαγωγικό προσανατολισμό αφορά τα προϊόντα διατροφής της ελληνικής γης.
Το λάδι
Ακόμη και το ελληνικό ελαιόλαδο, που αναδείχθηκε το πρώτο εξάμηνο του έτους ο αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής με αύξηση που αγγίζει το 145% και αξία εξαγωγών στα 414 εκατ. ευρώ, είναι κάτι άγνωστο στις διεθνείς αγορές (εξαιρείται η Ιταλία, που απορροφά χύμα σημαντικές ποσότητες από την Ελλάδα για να βελτιώσει τα λάδια της και να τα εξάγει «επώνυμα»).
Για του λόγου το αληθές, το ελληνικό ελαιόλαδο έχει μερίδιο 3% στις ΗΠΑ, 1% στη Γαλλία, 10% στη Γερμανία, 0% στην Πορτογαλία, 3% στη Μεγάλη Βρετανία και 2% στην Ιαπωνία.
Σε 15 βασικές παγκόσμιες αγορές το σχετικό μερίδιο της Ελλάδας είναι μόλις 8%, με την Ιταλία και την Ισπανία να κατέχουν το 90%. Και μιας και ο λόγος για την Ιταλία, το 2009 το 60% των ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου κατευθύνθηκε στη γειτονική χώρα με μέση τιμή ανά κιλό στα 2,1 ευρώ, για να πουληθεί μετά από την Ιταλία προς 3,1 ευρώ το κιλό (μέση τιμή ανά κιλό για το σύνολο των ιταλικών εξαγωγών). Δηλαδή οι Ιταλοί κατάφεραν να το πουλήσουν στις διεθνείς αγορές με υπεραξία 50%.
Την ίδια στιγμή, συνολικά για τα ελληνικά προϊόντα, η διείσδυση της Ελλάδας στις κεντρικές ευρωπαϊκές αγορές και όχι μόνο είναι πολύ χαμηλή, με μερίδιο κάτω από το 2%, όταν η Ιταλία και η Ισπανία, χώρες που παράγουν και προσφέρουν στις διεθνείς αγορές αντίστοιχα προϊόντα με τα ελληνικά, έχουν περίπου 10% και 13%.
Οι εξαγωγές στον αυτόματο πιλότο
Τα περιθώρια, όπως αποδεικνύεται από μελέτες, είναι τεράστια. Μέχρι το 2021 η επιπλέον συνεισφορά στην ΑΠΑ (ΑΕΠ-Φόροι+επιδοτήσεις) θα μπορούσε να είναι της τάξεως των 4,5 δισ. ευρώ, η απασχόληση μπορεί να αυξηθεί κατά 140.000 νέες θέσεις εργασίας και το εμπορικό ισοζύγιο να βελτιωθεί κατά περίπου 2,7 δισ. ευρώ, εκτιμά η McKinsey.
Άλλωστε από το 1988 μέχρι και σήμερα οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων παρουσιάζουν αύξηση. Αυτή η άνοδος, όμως, αποδίδεται στη βελτίωση της μέσης αξίας στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων.
Την περίοδο 1988 - 2011, ο δείκτης μέσης αξίας του συνόλου των αγροτικών προϊόντων αυξήθηκε 93,3% σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής μόλις +3,3%.
Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους αρκεί να αναφέρουμε ότι η αξία των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων από 1,139 δισ. ευρώ το 1988, άγγιξε τα 2,795 δισ. ευρώ το 2000, τα 3,354 δισ. ευρώ το 2005 και τα 4,097 το 2011.
Η συμμετοχή τους στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών (συμπεριλαμβανομένων πετρελαιοειδών) είναι η εξής: από 24,6% το 1988, 33,4% το 1992 και 22% το 2000, υποχώρησε στο 19,6% το 2007 και έπεσε στο 18% το 2011 (στοιχεία από μελέτη του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών & Μελετών -ΚΕΕΜ- του ΠΣΕ).
Σύμφωνα με μελέτη του ΚΕΕΜ, του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ), η ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά αγροτικών προϊόντων είναι εφικτή εφόσον επιτευχθεί επέκταση σε περισσότερες αγορές, ειδικά στις αγορές των ταχέως αναπτυσσόμενων χωρών (BRICs), και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, με εισαγωγή νέων αγροτικών προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, επώνυμων τυποποιημένων και πιστοποιημένων (όπως ελαιόλαδο, οπωροκηπευτικά, οίνοι ποιότητας, γαλακτοκομικά κι άλλα γεωργικά προϊόντα εθνικής σημασίας).
Τι πρέπει να γίνει
Η McKinsey υποστηρίζει ότι υπάρχει η δυνατότητα για υψηλότερη ανταγωνιστικότητα, εξωστρέφεια και υποκατάσταση εισαγωγών από την αγροτική παραγωγή. Η μελέτη επισημαίνει εννέα προτεραιότητες ομαδοποιημένες σε τέσσερις κατηγορίες.
Διαφοροποίηση και επικέντρωση της στρατηγικής προϊόντων και μάρκετινγκ.
Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω οικονομιών κλίμακας. Αυτό συνεπάγεται τη στροφή προς μεγαλύτερες μονάδες και υψηλότερη παραγωγικότητα, μέσω της αναδιανομής της καλλιεργήσιμης γης προς όφελος συγκεκριμένων προϊόντων, τη δυνητική χρήση δημόσιων εκτάσεων για να μεγαλώσει η κλίμακα παραγωγής, την εισαγωγή νέων μεθόδων και κινήτρων για την αύξηση της παραγωγικότητας της γης και την ίδρυση ενός νέου οργανισμού τυποποίησης και πιστοποίησης για αγροτικά προϊόντα και μεθόδους (περιλαμβανομένηςκαι της βιολογικής καλλιέργειας).
Διασφάλιση της διείσδυσης και παρουσία σε ξένες αγορές. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα συντελούσε η ίδρυση μιας Εταιρείας Ελληνικών Τροφίμων (ιδιωτική εταιρεία ή ΣΔΙΤ) ώστε να συγκεντρωθεί η παραγωγή, να υπάρξει συντονισμός και να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν δίκτυα διανομής στο εξωτερικό (ίδια πλατφόρμα με τη βιομηχανία τροφίμων).
Ανάπτυξη επαγγελματικών δυνατοτήτων. Ίδρυση περαιτέρω πανεπιστημιακών τμημάτων γεωργίας με έμφαση στην επιχειρηματικότητα και σε πρακτικά προβλήματα, όπως και σύσταση Ινστιτούτου Ανάπτυξης της Γεωργίας που θα διαχέει αποτελεσματικά πληροφόρηση και τεχνογνωσία και θα εισάγει κίνητρα για νέους αγρότες.
Διαβάστε εδώ το άρθρο της Αλεξάνδρας Γκίτση στο euro2day.gr
Σχόλια