Ο Γουόρεν Μπένις ήταν ο σημαντικότερος στοχαστής για το θέμα που ενδιαφέρει τα διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο: τους εαυτούς τους. Τη δεκαετία του 1950, οπότε άρχισε να γράφει για τις ηγετικές θέσεις στις επιχειρήσεις, το θέμα δεν ενδιέφερε πολύ κόσμο.
Στις 31 Ιουλίου που πέθανε, διαγκωνιζόταν σειρά από διάσημους καθηγητές για το ποιος θα τοποθετηθεί σε αυτό.
Ο Μπένις έγραψε περίπου 30 βιβλία για τις ηγετικές θέσεις στις επιχειρήσεις. Ορισμένα εξ αυτών θεωρούνται πλέον κλασικά, αλλά όλα ανεξαιρέτως διαβάζονται ευχάριστα, είναι γεμάτα με ανέκδοτες ιστορίες, παραδείγματα και αναφορές στη σχετική βιβλιογραφία. Προσέφερε, έτσι, συμβουλές σε επιχειρηματικά στελέχη από όλους τους δρόμους της ζωής. Τον θεωρούσε μέντορά του ο Χάουαρντ Σουλτζ, πρόεδρος των Starbucks, ενώ ζητούσαν ενίοτε τις συμβουλές τους πρόεδροι των ΗΠΑ και από τα δύο κόμματα, οι Τζον Κένεντι και Τζέραλντ Φορν, Λίντον Τζόνσον και Ρόναλντ Ρίγκαν. Αν ο Πίτερ Ντράκερ ήταν ο άνθρωπος που επινόησε τη διοίκηση επιχειρήσεων, τότε ο Γουόρεν Μπένις ήταν εκείνος που επινόησε την ηγεσία ως επιχειρηματική έννοια. Κεντρική ιδέα στη σκέψη του ήταν η διάκριση ανάμεσα στα διευθυντικά στελέχη και τους ηγέτες. Οι διευθυντές είναι εκείνοι που θέλουν να κάνουν τα πράγματα σωστά, υποστήριζε, ενώ οι ηγέτες είναι εκείνοι που κάνουν το σωστό πράγμα.
Οι διευθυντές σε βοηθούν να επιτύχεις αυτό που θέλεις. Οι ηγέτες σου λένε τι πραγματικά θέλεις. Κατηγορούσε μάλιστα τις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων ότι δίνουν έμφαση στην πρώτη κατηγορία και αδιαφορούν για τη δεύτερη. Οπως τόνιζε, οι άνθρωποι σπουδάζουν διοίκηση επιχειρήσεων όχι επειδή θέλουν να γίνουν μεσαία στελέχη, αλλά επειδή θέλουν να διακριθούν ως διευθύνοντες σύμβουλοι. Υποστήριζε, επίσης, ότι «οι οργανισμοί που αποτυγχάνουν συχνά έχουν υπερβολικά πολλούς διευθυντές, ενώ πάσχουν από έλλειμμα ηγεσίας».
Ο Μπένις πίστευε ότι δεν γεννιέται κανείς ηγέτης, αλλά γίνεται. Δίδασκε ότι η ηγεσία είναι τεχνογνωσία ή, μάλλον, μια ομάδα από τεχνογνωσίες τις οποίες μπορεί να αποκτήσει κανείς δουλεύοντας σκληρά. Την παρομοίαζε μάλιστα με την απόδοση. Οι ηγέτες πρέπει να βιώνουν τους ρόλους τους όπως οι ηθοποιοί και αυτό προϋποθέτει περισσότερα από το να μάθει κανείς να βλέπει τον εαυτό του όπως τον βλέπουν οι άλλοι, μολονότι κι αυτό είναι απαραίτητο. Προϋποθέτει να ανακαλύψει κανείς τον εαυτό του.
«Η διαδικασία του να αναδεικνύεται κανείς σε ηγέτη είναι παρεμφερής, αν όχι ταυτόσημη, με το να εξελίσσεται κανείς σε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα», δήλωσε το 2009. Ως απόφοιτος πανεπιστημίου, ο Μπένις είχε δαπανήσει μια περιουσία σε ψυχανάλυση, ενώ εντρύφησε ακόμη και στην αστρολογία.
Η έννοια του καλού ηγέτη επιχείρησης αλλάζει με τον καιρό. Ο Μπένις ήταν πεπεισμένος ότι στην εποχή της ισοτιμίας και ισονομίας χρειάζεται καινούργιο στιλ. Οι ηγέτες δεν μπορουν πλέον να παριστάνουν τους θηριοδαμαστές και να περιμένoυν ότι οι εργαζόμενοι θα πηδούν στον ρυθμό που θέλουν αυτοί. Οι ηγέτες πρέπει πλέον να μοιάζουν περισσότερο με μέντορες.
Οι αυταρχικοί ηγέτες όχι μόνον διακινδυνεύουν να αποξενώσουν τους υπαλλήλους, αλλά μπορούν ακόμη και να ακυρώσουν τη σημαντικότερη πλουτοπαραγωγική πηγή μιας επιχείρησης: τη γνώση. Δεν έχει νόημα να προσλαμβάνει κανείς υπαλλήλους με γνώσεις αν δεν πρόκειται να τους επιτρέψει να χρησιμοποιήσουν αυτές τις γνώσεις δημιουργικά.
Το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα ο Μπένις βρέθηκε πολλές φορές σε κατάσταση απόγνωσης. Διαφωνούσε με τους επιτυχημένους που κόμπαζαν για το πόσες θέσεις εργασίας είχαν καταργήσει και πόσα κέρδη είχαν συγκεντρώσει. Σε ένα από τα βιβλία του υπήρξε προφητικός σχετικά με τη διαφθορά του επιχειρηματικού κόσμου, τις δυσθεώρητες αμοιβές των υψηλόβαθμων στελεχών και τους βραχυπρόθεσμους στόχους.
Ηταν, πάντως, πιο αισιόδοξος τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον επιχειρηματικό κόσμο. Κι αυτό, γιατί η κατάρρευση των κολοσσών των Enron, WorldCom και Lehman δίδαξαν στις επιχειρήσεις τους κινδύνους που εγκυμονεί η ύβρις και αναδύθηκε μια νέα γενιά διευθυνόντων συμβούλων πολύ πιο εντυπωσιακών από τους προκατόχους τους, των οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι όχι απλώς η ανοχή αλλά ο σεβασμός για τους άλλους.
Πηγή: Kathimerini.gr
Σχόλια