Aφοί Λαμπρόπουλοι: 8 φτωχά αδέρφια, μία από τις πιο αναγνωρίσιμες επωνυμίες του 20ού αιώνα [Μέρος 1o]
Στην πλατεία Ομονοίας και πέριξ αυτής αρχίζει, στις αρχές του 20ού αιώνα, να αναπτύσσεται έντονη εμπορική δραστηριότητα, με τον άκρατο συνωστισμό χονδρεμπόρων, λιανεμπόρων και καταναλωτών. Είναι η εποχή όπου αρχίζουν δειλά δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους ιστορικές φίρμες, όπως το Ατενέ, ο Κλαουδάτος, το Μινιόν και ο Δραγώνας, οι οποίες με την πληθωρική τους παρουσία καθιερώνουν την κεντρική πλατεία και τους γύρω δρόμους ως τη «μήτρα του ελληνικού εμπορίου». Ωστόσο, η πιο εμβληματική και πιο διαχρονική παρουσία αναμφίβολα υπήρξε η Αφοί Λαμπρόπουλοι, ένα όνομα που ξυπνάει μνήμες στους παλιότερους από μια άλλη εποχή, τότε που η πλατεία Ομονοίας ήταν στο απόγειο τής –εμπορικής και όχι μόνο- δόξας.
Οι ρίζες του ιστορικού πολυκαταστήματος Αφοί Λαμπρόπουλοι εντοπίζονται στη δύση του 19ου αιώνα, το 1898, όταν ο Ξενοφών Λαμπρόπουλος, από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας, εγκαταλείπει την δεκαμελή οικογένειά του και καταφθάνει στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Για να εξασφαλίσει λοιπόν τον επιούσιο, γίνεται πλανόδιος πωλητής στην περιοχή της Αιόλου, του εμπορικότερου ίσως δρόμου της εποχής εκείνης. Σε καθημερινή βάση ανεβοκατεβαίνει με το μικρό του καροτσάκι την οδό Αιόλου, καταφέρνοντας σε σύντομο χρονικό διάστημα να γίνει γνωστός και ιδιαίτερα συμπαθής στους κατοίκους της πρωτευούσης.
Φύση προικισμένη με εμπορικό πνεύμα και σπάνια διορατικότητα, το 1901 ο νεαρός αναζητεί και βρίσκει, με τα πενιχρά κεφάλαια που είχε μαζέψει, επαγγελματική στέγη σε ένα κατάστημα στα Χαυτεία, στη συμβολή των οδών Αιόλου και Σταδίου, πάνω στην οποία θα έκτιζε τον επιχειρηματικό του μύθο (εκεί βρίσκεται σήμερα το κεντρικό κατάστημα Notos).
Αρχικά εμπορεύεται ανδρικά είδη, όμως, όντας ανήσυχο πνεύμα και έχοντας ως συνοδοιπόρο τον αδερφό του Βασίλειο, σύντομα αντιλαμβάνεται ότι, αν εξαλείψει τους μεσάζοντες και αγοράσει απευθείας από την πηγή, θα μπορούσε να μειώσει δραστικά το κόστος, τουτέστιν να προσφέρει πιο ανταγωνιστικές τιμές.
Όντως, μολονότι δεν γνωρίζει λέξη ιταλικά, μεταβαίνει στην Ιταλία όπου αναζητεί και βρίσκει πηγές ανεφοδιασμού. Εισάγει ανδρικά είδη και είδη νεωτερισμού, τα οποία διαθέτει σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Είναι ενδεικτικό ότι, όταν εκείνα τα χρόνια μια γραβάτα πωλείτο δύο δραχμές (με το κόστος της να είναι μιάμιση δραχμή και τα υπόλοιπα 50 λεπτά να είναι το κέρδος του λιανοπωλητή), ο Ξενοφών Λαμπρόπουλος την αγόραζε μόλις για 70 λεπτά και την πωλούσε αρκετά φθηνότερα. Μία, επίσης, ρηξικέλευθη ιδέα του ήταν, σε μια εποχή όπου «βασίλευε» το παζάρι, να καθιερώσει προκαθορισμένες, αδιαπραγμάτευτες τιμές.
Απόρροια των καινοτομιών αυτών ήταν η απόκτηση πιστής πελατείας καθώς και η σταδιακή προσχώρηση στην εταιρεία των υπολοίπων έξι αδερφιών της οικογένειας (πέντε αδέρφια και μία αδερφή). Η εταιρεία, που πλέον καλείται Αφοί Λαμπρόπουλοι, διατυμπανίζει εξ αρχής την αφοσίωσή της στην παροχή εκλεκτών εμπορευμάτων σε χαμηλές τιμές με τα σλόγκαν «Το κέρδος εν τη καταναλώσει» και «Τιμαί ωρισμέναι».
Έχοντας καταφέρει να πιάσει τον παλμό της αγοράς, το μικρό κατάστημα αρχίσει να μεγαλώνει και να διευρύνει τις δραστηριότητές του, διαθέτοντας ακόμη και τμήμα επίπλων ραδιοφώνων και γραμμοφώνων καθώς και τμήμα ξυλουργικό. Παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις, τα οκτώ αδέρφια, που από το 1927 –ενδεικτικό της ευμάρειας και του μεγέθους της επιτυχίας τους- έχουν μετατρέψει την εταιρεία τους σε ανώνυμη και έχουν αναλάβει βιομηχανική δραστηριότητα (είναι ενδεικτικό ότι το 1932 ίδρυσαν, σε συνεργασία με την ΕΜΙ, την δισκογραφική εταιρεία «Columbia – Αφοί Λαμπρόπουλοι»), φέρνουν στο μαγαζί τους οτιδήποτε νέο και καινοτόμο κυκλοφορούσε στο εξωτερικό – με πιο εμβληματική την αποκλειστική εισαγωγή της οδοντόπαστας και κρέμας ξυρίσματος «ΚΟΛΥΝΟΣ».
Ως πρόεδρος της ανώνυμης εταιρείας, μέχρι τον θάνατό του το 1963, ο Ξενοφών Λαμπρόπουλος αποδεικνύεται ότι είναι πολύ μπροστά από την εποχή του. Έχοντας ως μότο το «Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, ακόμη και όταν έχει άδικο» και εγκαινιάζοντας πρωτοποριακές πρακτικές για τη σύσφιξη των σχέσεων με το προσωπικό, όπως ήταν η καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας, η χορηγία ολόκληρου μισθού ως δώρου του Πάσχα, οι άδειες για σπουδές, η χορήγηση μεγαλύτερων σε διάρκεια αδειών μητρότητας, ακόμη και η λήψη αποζημίωσης όταν κάποιος αποφάσιζε να παραιτηθεί, εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία του οικοδομήματός του. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που μέλη της οικογένειας Λαμπροπούλου βάφτιζαν παιδιά των εργαζομένων τους.
Σχόλια